- βαρελοποιός
- οβλ. βαρελάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαρελοποιός — ο ο βαρελάς … Dictionary of Greek
βουτσάς — ο [βουτσί] αυτός που κατασκευάζει βουτσιά, ο βαρελοποιός … Dictionary of Greek
βαγενάς — ο ο βαρελοποιός, ο βαρελάς:Η τέχνη του βαγενά δεν υπάρχει πια! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουτσάς — ο ο βαρελάς, ο βαρελοποιός, ο βαγενάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βυτιοποιός — ο ο κατασκευαστής βυτίων, ο βαρελοποιός, ο βαγενάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)